- ὑστέραι
- ὑστέρᾱͅ , ὕστεροςlatterfem dat sg (attic doric aeolic)ὑστέραwombfem nom/voc plὑστέρᾱͅ , ὑστέραwombfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕστεραι — ὕστερος latter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραία — ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc/acc dual ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίας — ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem acc pl ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίαι — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίαν — ὑστεραί̱ᾱν , ὑστεραῖος following fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίην — ὑστεραί̱ην , ὑστεραῖος following fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίης — ὑστεραί̱ης , ὑστεραῖος following fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίᾳ — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίῃ — ὑστεραί̱ῃ , ὑστεραῖος following fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλεγής — ές, ΝΜΑ αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες νεοελλ. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός αρχ. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῑς ὑστέραι»,… … Dictionary of Greek